-
1 παρεξαίρω
A thrust up,βακτηρίας Str.11.14.4
:—[voice] Pass., to be lifted up,παρεξαρθέντες οὐκ ἀνθρωπίνως Scymn.343
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρεξαίρω
См. также в других словарях:
παρεξαίρω — Α 1. σηκώνω, υψώνω κοντά («βακτηρίας... ἅς παρεξαίροντας εἰς τὴν ἐπιφάνειαν... σώζεσθαι», Στράβ.) 2. παθ. παρεξαίρομαι α) υψώνομαι β) επαίρομαι («παρεξαρθέντες οὐκ ἀνθρωπίνως», Σκύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐξαίρω «υψώνω»] … Dictionary of Greek